φαγάδικος

φαγάδικος
φαγάδικος, -η, -ο και φαγούδικος, -η, -ο
1. πολυφάγος, αδηφάγος, φαγάς: Φαγάδικο παιδί.
2. (για μηχανές κτό.), αυτός που απαιτεί πολλά καύσιμα, που η λειτουργία του κοστίζει πολύ: Το φορτηγό είναι φαγάδικο, γιατί είναι παλιό.
3. το ουδ. ως ουσ., φαγάδικο εστιατόριο, ταβέρνα κτό., όπου μπορεί κανείς να φάει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαγάδικος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) φαγάς 2. (για κατοικίδιο ζώο) αυτός που για τη συντήρησή του χρειάζεται πολλή τροφή, που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής 3. (για μηχανή) αυτός που για την λειτουργία του χρειάζεται μεγάλη ποσότητα καυσίμων 4. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • φαγούδικος — η, ο, Ν φαγάδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγουδ τού πληθ. φαγούδες τού θηλ. φαγού + κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • φαγάνα — η 1. βυθοκόρος (βλ. λ.). 2. εκσκαφέας (βλ. λ.). 3. μτφ., πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα οποιουδήποτε πράγματος (φαγητού, καυσίμων, χρημάτων κτλ.), φαγάδικος: Είναι φαγάνα στη βενζίνη, γιατί είναι παλιό αυτοκίνητο. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”