- φαγάδικος
- φαγάδικος, -η, -ο και φαγούδικος, -η, -ο1. πολυφάγος, αδηφάγος, φαγάς: Φαγάδικο παιδί.2. (για μηχανές κτό.), αυτός που απαιτεί πολλά καύσιμα, που η λειτουργία του κοστίζει πολύ: Το φορτηγό είναι φαγάδικο, γιατί είναι παλιό.3. το ουδ. ως ουσ., φαγάδικο εστιατόριο, ταβέρνα κτό., όπου μπορεί κανείς να φάει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.